- φρύγιος
- (I)-ία, -ον, Α(κατά τον Ησύχ.) ξηρός, στεγνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + κατάλ. -ιος (πρβλ. πλάγ-ιος)].————————(II)-α, -ο / φρύγιος, -ία, -ον, ΝΜΑ [Φρυγία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φρυγία ή στους Φρύγεςνεοελλ.φρ. «φρύγιος τρόπος»μουσ. ένας από τους τρεις θεμελιώδεις τρόπους τής αρχαίας μουσικήςαρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ φρύγιον(ενν. ἔδαφος) το έδαφος, η χώρα τής Φρυγίας2. φρ. α) «φρύγια μέλεα»μουσ. ζωηρά μουσικά μέλη που παίζονταν με τη συνοδεία αυλού κατά τη λατρεία τής Κυβέληςβ) «φρύγιος πῖλος» — ο φρυγικός πίλοςγ) «φρύγιος λίθος» — είδος στυπτικής ελαφρόπετρας, που χρησιμοποιούσαν οι βαφείς.
Dictionary of Greek. 2013.